εὐφυεῖ

εὐφυεῖ
εὐφυής
well-grown
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
εὐφυής
well-grown
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Στιλβής, Κωσταντίνος — Βυζαντινός λόγιος, που άκμασε στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. Έγραψε ποίημα, σε ιαμβικό μέτρο, με τον τίτλο Περί της μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει πυρκαϊάς κατά το 1198 και διάφορα άλλα έμμετρα, μεταξύ των οποίων και ένα με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”